- χολοιβόρος
- χολοι-βόρος, ον,A eating like bile, ἰός ib.593.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χολοιβόρος — ον, Α αυτός που κατατρώγει σαν χολή («φύρσας δὲ πληγῇσι χολοιβόρον ἰόν ἐρύξεις», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βόρος (< βορά), πρβλ. αἱμο βόρος, θυμο βόρος. Το οι του τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
χολοιβόρον — χολοιβόρος eating like bile masc/fem acc sg χολοιβόρος eating like bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)